Σαν τον παλιό καλό καιρό
Τώρα που άνθισαν οι αμυγδαλιές και έβαλαν τα άσπρα και ροζ φορεματάκια τους, τώρα που στις 21 Μαρτίου μπαίνει και επίσημα πλέον η άνοιξη, δεν μπορώ να μην νοσταλγήσω την γιαγιά μου. Ο Μάρτιος είναι αφιερωμένος αποκλειστικά στην θύμηση της και σε όλα αυτά που κάναμε παρέα κάθε τέτοια εποχή, μέχρι και το Πάσχα.
Μετακόμιζα που λέτε για ένα, ενάμιση μήνα στο σπίτι της γιαγιάς Παναγιώτας. Βλέπετε λάτρευα την μεγάλη αμυγδαλιά που στόλιζε την τόσο όμορφη αυλή της. Έτσι, κάθε φορά που άνθιζε, λαχταρούσα να βρεθώ στο μικρό επιπρόσθετο δωματιάκι και να την χαζεύω ώρες ατελείωτες από το μεγάλο παράθυρο.
Έτσι όπως έβλεπα την αυλή από το παράθυρο νόμιζα πως κάποιος είχε ζωγραφίσει το τοπίο σε καμβά. Το πάτωμα στόλιζε με περίσσια αρχοντιά και ζωηράδα το παραδοσιακό μαρμαράκι σε σχέδια ανθού. Τα χρώματα του τσιμεντοπλακιδίου σε σκούρο πράσινο με πινελιές από μπεζ και μπορντό, έδιναν μια νότα ηρεμίας στο όλο σκηνικό. Ήταν λες και ένα ολόκληρο Λιβάδι απλωνόταν μπροστά σου και εσύ έμοιαζες τόσο μικρός για να φτάσεις με τα μάτια σου μέχρι το τέλος.
Μια μαγική ζάλη σε κατέκλυζε, αν συνέχιζες να βλέπεις στο ίδιο σημείο για αρκετή ώρα. Ήταν κάτι ονειρικό για εμένα τότε. Έμπαινες μεμιάς στον λαβύρινθο του σχεδίου των λουλουδιών και ένιωθες σαν την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων. Θαύμα είναι άλλωστε το ότι κάποιος μπορεί να σχεδιάσει με το χέρι όλα αυτά τα παραδοσιακά μαρμαράκια, ένα, ένα και να είναι πανομοιότυπα το ένα με το άλλο.
Λίγο πιο πέρα, σε μια μικρή γωνίτσα δεξιά ο πρόσφατα ασπρισμένος φούρνος της γιαγιάς. Εκεί μέσα που έφτιαχνε τα αχνιστά κουλουράκια της και μοσχομύριζε την γειτονιά.
Παραδίπλα ξεπρόβαλε επιβλητικά η σκηνή με τα ανθισμένα λουλούδια όλων των ειδών. Ότι χωρούσε ο νους σου σε χρώμα, μπορούσες να το δεις εκεί! Μπροστά από την θεσπέσια αυτή όαση χρωμάτων και μυρωδιών, υπήρχε το περιβόητο τραπεζάκι που είχε φτιάξει ο παππούς, με όσα κομμάτια από το παραδοσιακό μαρμαράκι είχαν μείνει τότε που έκαναν την τοποθέτηση στο πάτωμα της αυλής. Μην φανταστείτε ότι ήταν καινούργιο. Είχε αρκετά χρόνια στην πλάτη του και αυτό. Φαινόταν όμως σαν να είχε τριφτεί και γυαλιστεί εκείνη την στιγμή, ειδικά όταν οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν με δύναμη πάνω του, ήταν λες και τα λουλούδια στο σχέδιο άνθιζαν και ανέβαιναν προς την επιφάνεια. Η γιαγιά έλεγε ότι όσο περνούσαν τα χρόνια αυτό θα γινόταν όλο και καλύτερο, δεν θα θάμπωνε, δεν θα έσπαζε και έτσι ο κόπος και η μαστοριά του παππού θα περνούσε από γενιά σε γενιά. Ιερό κειμήλιο για την οικογένεια! Η κληρονομιά μας!
Μπροστά ακριβώς από αυτό το σημείο καθότανε η γιαγιά Παναγιώτα με την Μαριώ, την γειτόνισσα. Κάθε απόγευμα στις 5 είχανε ραντεβουδάκι, έλεγαν τα δικά τους παρέα με τα συνοδευτικά καλούδια που πλημμύριζαν το τραπέζι.
Δυο βήματα μονάχα από το θεσπέσιο αυτό σκηνικό, βρισκόταν και η πελώρια ανθισμένη νυφούλα, η αμυγδαλιά μου, η χιονούλα μου, έτσι την αποκαλούσα. Άνθιζε και άσπριζε ο τόπος! Κάτω από την σκιά της, η κούνια μου. Ήταν δεμένη με μακριά σχοινιά από το ψηλότερο κλαδί της. Το κάθισμά της, ήταν και αυτό φτιαγμένο από το ίδιο παραδοσιακό μαρμαράκι, μόνο που από πάνω του είχα τοποθετήσει το κεντημένο μαξιλαράκι που μου είχε φτιάξει η γιαγιά, για να κάθομαι στα μαλακά.
Αυτή ήταν η δική μου αληθινή ζωγραφιά. Η ζωγραφιά που έμενε κενή όλο τον χρόνο, για να ζωντανέψει και πάλι την άνοιξη. Άνθιζε η αμυγδαλιά και φώτιζε το αριστουργηματικό πάτωμα της αυλής και έφτιαχνε τον δικό της πλούσιο χρωματικά καμβά.
Πώς μπορώ να λησμονήσω αυτές τις αναμνήσεις, πώς μπορώ να ξεχάσω πόσο αυθεντικά ήταν όλα τότε, όπως ακριβώς και το παραδοσιακό μαρμαράκι που ήταν τοποθετημένο από άκρη σε άκρη της αυλής. Η γιαγιά μου μπορεί να μην είναι εδώ πια, όμως η κληρονομιά και οι αναμνήσεις που μου άφησε παραμένουν αναλλοίωτες.
Αν ποτέ με αξιώσει ο Θεός να φτιάξω και εγώ ένα σπιτάκι, μια τέτοια αυλή θα δημιουργήσω. Παραδοσιακό μαρμαράκι παντού και πολλές αμυγδαλιές. Άσπρες και ροζ, να έρχεται ο Μάρτιος και να ανθίζει η ψυχή μου!
Σαν τον παλιό καλό καιρό!
Μοναδικά και απερίγραπτα…
Έλενα Κυριάκου
Υπεύθυνη Μάρκετινγκ
Marketing Executive